ἔμπρακτος

ἔμπρακτος
ἔμπρακτος, -ον
1 practicable, possible (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.)

τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔμπρακτος — within one s power to do masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • έμπρακτος — η, ο επίρρ. α που εκδηλώνεται στην πράξη, που βεβαιώνεται από τα πράγματα: Έμπρακτη φιλανθρωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπρακτότερον — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial comp ἔμπρακτος within one s power to do masc acc comp sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτως — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπρακτον — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρακτότερα — ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτοις — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτου — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτους — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτων — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”